- κομματιασμένος
- η , ο1) разбитый, разорванный на куски; 2) раздробленный, дробный, мелкий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άγανος — ἄγανος, ον (Α) [ἄγνυμι] σπασμένος, κομματιασμένος … Dictionary of Greek
αμιστύλλευτος — ἀμιστύλλευτος και ἀμίστυλλος, ον (Α) [μιστύλλω] ο μη κομματιασμένος, άκοφτος … Dictionary of Greek
ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… … Dictionary of Greek
κατάγνυμι — (AM, Α και καταγνύω και κατάσσω και κατεάσσω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεαγώς, υία και υῑα, ός σπασμένος, κομματιασμένος, συντριμμένος μσν. οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω αρχ. 1. σπάζω σε κομμάτια, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω («δόρατα… … Dictionary of Greek
μιστύλλω — (Α) κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακόβω, κομματιάζω, λειανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., πιθ. μετονοματικό παράγωγο ενός αμάρτυρου επιθ. *μιστύλος «κομματιασμένος, τεμαχισμένος» (πρβλ. στωμύλος: στωμύλλω, καμπύλος: καμπύλλω) αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία… … Dictionary of Greek
ραχιστός — ή, όν, Α [ῥαχίζω] κομματιαστός, κομματιασμένος … Dictionary of Greek
συγκοπτός — ή, όν, Α [συγκόπτω] κομμένος σε μικρά τεμάχια, κομματιασμένος, λειανισμένος … Dictionary of Greek
κομματιάζομαι — κομματιάζομαι, κομματιάστηκα, κομματιασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κομματιάζω — κομμάτιασα, κομματιάστηκα, κομματιασμένος 1. κάνω κάτι κομμάτια, τεμαχίζω: Τον κομμάτιασαν το λαγό τα σκυλιά. 2. το μέσ., κομματιάζομαι προσπαθώ μ όλες μου τις δυνάμεις: Κομματιάστηκε να μας περιποιηθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπασμένος — η, ο επίρρ. α 1. τσακισμένος, κομματιασμένος: Πληγώθηκε από σπασμένα γυαλιά. 2. αυτός που έπαθε κάταγμα: Έχει το χέρι του σπασμένο και γι αυτό δε γράφει. 3. μτφ., «Πληρώνω τα σπασμένα», πληρώνω τις ζημιές που έκαναν άλλοι. 4. αυτός που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)